τυπωτός

τυπωτός
-ή, -όν, Α [τυπῶ]
αυτός που έλαβε τύπο ή σχήμα, κυρίως με πίεση, τυπωμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τυπωτή — τυπωτός fashioned fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοτύπωτος — θεοτύπωτος, ον (Μ) ο τυπωμένος, ο σχηματισμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τύπωτος (< τυπώ < τύπος), πρβλ. α δια τύπωτος, ευ τύπωτος] …   Dictionary of Greek

  • αλλοτύπωτος — ἀλλοτύπωτος, ον (Α) ο σχηματισμένος διαφορετικά, αυτός που έχει πάρει άλλη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + τυπωτός < τυπῶ) (όω)] …   Dictionary of Greek

  • τυπωτήν — τυπωτής one who forms masc acc sg (attic epic ionic) τυπωτός fashioned fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”